Η ελκώδης κολίτιδα (ΕΚ) είναι μια χρόνια ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του γαστρεντερικού συστήματος, που προσβάλλει πρωτογενώς το παχύ έντερο και αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης κατηγορίας ασθενειών που καλείται Ιδιοπαθής Φλεγμονώδης Εντερική Νόσος (ΙΦΕΝ). Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή, εμφανίζεται όμως πιο συχνά στον αναπτυγμένο κόσμο (Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία) και παρουσιάζει μια κορυφή στην κατανομή (peak) πρώτης εμφάνισης μεταξύ της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας της ζωής και μια δεύτερη κορυφή γύρω στα 60 χρόνια. Πάντως η νόσος μπορεί να πρωτοεμφανιστεί από την παιδική ως τη γεροντική ηλικία, τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες.
Ποια είναι η αιτία της νόσου;
Η αιτιοπαθογένεια της νόσου δεν είναι επακριβώς γνωστή. Η νόσος φαίνεται να είναι πολυπαραγοντική και στην παθογένεσή της φαίνεται να συμμετέχουν γενετικοί (κληρονομικότητα), περιβαλλοντικοί (διατροφή, κάπνισμα, στρες) και ανοσολογικοί παράγοντες (υπό την ευρύτερη έννοια ανήκει και αυτή η νόσος στην κατηγορία των αυτοάνοσων νοσημάτων). Ένα από τα παράδοξα της ελκώδους κολίτιδας είναι ότι αποτελεί ίσως το μοναδικό νόσημα με αρνητική συσχέτιση με το κάπνισμα. Έχει παρατηρηθεί σε διάφορες μελέτες ότι είναι αυξημένη η πιθανότητα προσβολής από τη νόσο σε κάποιον καπνιστή που προσφάτως έχει διακόψει το κάπνισμα.
Είναι νόσος κληρομική;
Η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στη ελκώδη κολίτιδα. Έχει βρεθεί ότι το 15-20% των ασθενών που πάσχει από ελκώδη κολίτιδα έχει κάποιο συγγενή που πάσχει από τη νόσο. Επίσης, η πιθανότητα κάποιος που πάσχει από τη νόσο να γεννήσει παιδί που θα πάσχει και αυτό από τη νόσο έχει υπολογιστεί ότι είναι περίπου 10%. Η πιθανότητα δηλαδή να μην πάσχει από τη νόσο ο απόγονος κάποιου ασθενούς με ελκώδη κολίτιδα είναι περίπου 90%, αν θέλουμε να δούμε τα ποσοστά από την αισιόδοξη πλευρά τους.
Ποια είναι τα συνήθη συμπτώματα της ΕΚ;
Τα πιο συχνά συμπτώματα ης νόσου είναι οι διάρροιες, η παρουσία αίματος στα κόπρανα και το κοιλιακό άλγος. Η νόσος προσβάλλει μόνο το παχύ έντερο, προκαλώντας φλεγμονή και έλκη σε άλλοτε άλλο βαθμό και μήκος και διαδράμει με υφέσεις και εξάρσεις. Άλλα συμπτώματα και σημεία όπως πυρετός, αδυναμία, καταβολή και αναιμία μπορεί να εμφανιστούν λιγότερο συχνά.Η ελκώδης κολίτιδα μπορεί, όμως να προσβάλλει και κάποια όργανα εκτός του παχέος εντέρου. Αυτά είναι κατά σειρά συχνότητας το μυοσκελετικό σύστημα (αρθρώσεις και σπονδυλική στήλη), δέρμα, οι οφθαλμοί και το ήπαρ (συκώτι).
Ποια είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της Ε.Κ;
Η θεραπεία της ΕΚ σκοπεύει σε δυο κυρίως στόχους: πρώτον στην πρόκληση ύφεσης (inductiontreatment) της νόσου όταν παρατηρείται έξαρση αυτής και δεύτερον στη διατήρηση της ύφεσης (maintenancetreatment) για μακρό χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά στην θεραπεία για πρόκληση ύφεσης τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι τα παράγωγα του αμινοσαλικυλικού οξέος (5-ASA) από του στόματος ή με τη μορφή υποκλυσμών και τα κορτικοστεροειδή (κορτιζόνη) από του στόματος ή ενδοφλέβια. Πιο σπάνια σε βαριές ή ανθεκτικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και οι anti-TNFπαράγοντες (Remicade, Humira).
Όσον αφορά στη θεραπεία συντήρησης ποτέ δε χρησιμοποιούμε για μεγάλα χρονικά διαστήματα κορτιζόνη, λόγω των πολλών ανεπιθύμητων ενεργειών που εμφανίζει. Τα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι τα παράγωγα του αμινοσαλικυλικού οξέος, η αζαθειοπρίνη και οι anti-TNFπαράγοντες.
Στις δύσκολες, ανθεκτικές και βαριές μορφές της ΕΚ μπορεί να χρειαστεί η χειρουργική εκτομή του παχέος εντέρου που προκαλεί μόνιμη ίαση της νόσου.
Κάθε πότε πρέπει να κάνω κολονοσκόπηση αν πάσχω από ΕΚ;
Η απάντηση και οι οδηγίες στην παραπάνω ερώτηση εξατομικεύονται σε κάθε ασθενή. Ο γαστρεντερολόγος σας είναι ο μόνος υπεύθυνος για να σας δώσει τη σωστή συμβουλή. Συνήθως στις εξάρσεις της νόσου ο γιατρός θα θέλει να επισκοπήσει και να λάβει βιοψίες από το έντερό σας, για να σιγουρευτεί για το ότι τα συμπτώματα οφείλονται σε έξαρση της νόσου, να καθορίσει τη βαρύτητά της και να αποκλείσει πιθανές επιπλοκές.
Ο ασθενής που έχει χρόνια ελκώδη κολίτιδα παρουσιάζει αυξημένη πιθανότητα για εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να επιτηρείται με κολονοσκόπηση και βιοψίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αδρά μετά τα 8-10 χρόνια νόσου ο ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται σε κολονοσκόπηση και βιοψίες. Το πόσο συχνά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία του ασθενούς, η ηλικία διάγνωσης, η βαρύτητα της νόσου, το μήκος του εντέρου που προσβάλλει η νόσος και άλλα πιο περίπλοκα στοιχεία, που μόνο ο γιατρός σας γνωρίζει και αξιολογεί (π.χ. η συνύπαρξη σκληρυντικής χολαγγειίτιδας, το θετικό οικογενειακό ιστορικό για καρκίνο παχέος εντέρου, η ύπαρξη ψευδοπολυπόδων κ.ά.).